Πότε δημιουργήθηκε ο κάθε ένας από τους οκτώ οικισμούς – Τα πρώτα χρόνια εγκατάστασης των προσφύγων – Η διακύμανση του πληθυσμού – Η αρχαία Αίνεια – Τα αρχαιολογικά ευρήματα
Ο Δήμος Θερμαϊκού, προέκυψε από τη συνένωση των προϋπαρχόντων δήμων Επανομής, Θερμαϊκού και Μηχανιώνας. Η έκταση του Δήμου είναι 131,36 τ.χλμ. και ο πραγματικός πληθυσμός του είναι 50.264 κάτοικοι, σύμφωνα με την απογραφή του 2011. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο μεγαλύτερος οικισμός της περιοχής, η Περαία.
Ο Δήμος Θερμαϊκού βρίσκεται ανατολικά του πολεοδομικού συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης και καταλαμβάνει έκταση 133.410 στρεμμάτων (3,62% της έκτασης του Νομού Θεσσαλονίκης, που είναι 3.682.736 στρ.). Ο Δήμος βρίσκεται σε απόσταση 30 χιλιομέτρων περίπου από το κέντρο της Θεσσαλονίκης. Συνορεύει με τον Δήμο Θέρμης.
Ο μόνιμος πληθυσμός του δήμου, έχει αυξηθεί αλματωδώς την τελευταία εικοσαετία, σε ποσοστό πάνω από 157%, καθώς πολλοί από τους οικισμούς του έχουν μετατραπεί από παραθεριστικά κέντρα σε πόλεις. Συγκεκριμένα, ο πληθυσμός των 19.492 μόνιμων κατοίκων της απογραφής του 1991, παρουσίασε αύξηση 90,47% μέσα σε μία δεκαετία, για να φτάσει τους 37.126 κατοίκους στην απογραφή του 2001, και συνέχισε με περαιτέρω αύξηση σχεδόν 35% την επόμενη δεκαετία, για να φτάσει στους περίπου 50.264 μόνιμους κατοίκους.
Από τους κατοίκους που απογράφηκαν στο δήμο Θερμαϊκού, οι 24.760 είναι άνδρες και οι 25.340 γυναίκες, ενώ η πυκνότητα του μόνιμου πληθυσμού ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο είναι 375,53
Θεμελιώδες χαρακτηριστικό του Δήμου Θερμαϊκού αποτελεί η ύπαρξη της παραθαλάσσιας ζώνης, η οποία σφραγίζει την περιβαλλοντική ταυτότητά του, προσδιορίζει τα αναπτυξιακά χαρακτηριστικά του, τροφοδοτεί το αναπτυξιακό πλεόνασμα του Δήμου και εν γένει σηματοδοτεί τη γενικότερη αναπτυξιακή προοπτική του στην κατεύθυνση της βιώσιμης και αειφόρου ανάπτυξης.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
H Επανομή
Η Επανομή (ή όπως γραφόταν παλαιότερα Επανωμή), έχει έκταση 91.541 στρέμματα και ο πραγματικός πληθυσμός της σύμφωνα με την απογραφή του 2001 ήταν 8.671 κάτοικοι, οι οποίοι αυξήθηκαν αυξήθηκαν ελαφρώς και έγιναν 8.979 με την απογραφή του 2011. Η έκταση των ακτών της φτάνει τα 40 χιλιόμετρα, ενώ το ακρωτήρι της αποτελεί το γεωγραφικό όριο του Θερμαϊκού κόλπου. Το 1918 ιδρύθηκε η Κοινότητα της Επανομής.
Η αρχή της ιστορίας της Επανομής βρίσκεται πολύ παλιά καθώς είναι από τους αρχαιότερους οικισμούς της περιοχής και κατοικούταν από τα νεολιθικά χρόνια.
Στην περιοχή της Επανομής έχουν βρεθεί πολλά αρχαιολογικά ευρήματα που αναφέρονται κυρίως στα παλαιοχριστιανικά και πρωτοχριστιανικά χρόνια. Από τους σπουδαιότερους αρχαιολογικούς χώρους είναι το νεκροταφείο στη θέση Λιμόρι, το οποίο εντοπίστηκε βορειοδυτικά της Επανομής. Πρόκειται για οργανωμένο παλαιοχριστιανικό χώρο ταφής ο οποίος ήταν σε χρήση όλο τον 4ο και το πρώτο μισό του 5ου μ.χ. αιώνα.
Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως 42 τάφους διαφόρων κατηγοριών, μέσα και γύρω από τους οποίους βρέθηκαν αρκετά σκεύη, αγγεία, κοσμήματα, αλλά και νομίσματα που χρονολογούνται από το τέλος του 2ου μέχρι τις αρχές του 5ου αιώνα. Ανατολικά του νεκροταφείου στο Λιμόρι, στη θέση Μπγιαδούδι, ήρθαν στο φως τα ερείπια μιας τρίκλιτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Ο ναός διέθετε πλούσιο γλυπτό αρχιτεκτονικό διάκοσμο, με πολύχρωμα μάρμαρα και ψηφιδωτά με φύλλα χρυσού και αργύρου.
Τρία χιλιόμετρα νότια της Επανομής βρίσκονται τα Κριτζιανά, ένα από τα τέσσερα μεγάλα μετόχια της Μονής της Αγίας Αναστασίας. Το χωριό αναφέρεται για πρώτη φορά σε έγγραφο της Μονής της Αγίας Λαύρας το 1110. Δυστυχώς δεν υπάρχουν καταγεγραμμένα στοιχεία για τον τοπικό πληθυσμό ή την έκταση των Κριτζιανών. Το βέβαιο είναι ότι το 1530, τα Κριτζιανά υπάγονται ήδη στο Μετόχι της Αγίας Αναστασίας.
Με την πάροδο των ετών το χωριό Κριτζιανά εξαφανίστηκε, χωρίς να έχει εντοπιστεί η ακριβής του θέση, η οποία το πιο πιθανό είναι να βρισκόταν στο σημερινό μετόχι της Αγίας Αναστασίας. Το μετόχι είναι χτισμένο με οχυρωματικό τρόπο, καθώς την εποχή που κατασκευάστηκε, οι πειρατικές επιδρομές ήταν συχνό φαινόμενο στην περιοχή.
Η Επανομή σε όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας ανήκε διοικητικά στο Ναχιγιέ της Καλαμαριάς και φορολογικά στο χάσι του Λόγγου. Στην επανάσταση του 1821, οι Επανομίτες συμμετείχαν ενεργά με πολλούς αγωνιστές, όπως ο Γεώργιος Ιωάννου, ο οποίος ήταν πληρεξούσιος της Χαλκιδικής στην Α΄ Εθνοσυνέλευση Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, ο Χριστόδουλος Θεοδώρου (γεν. 1796), ο Βασίλειος Αντωνίου (γεν. 1790), ο Τριαντάφυλλος Κώστα (γεν. 1793) και ο Αγγελής Λάμπρου (1796-1864).
Η Επανομή είναι περιοχή υψηλής οικολογικής σημασίας αφού ο υδροβιότοπος που υπάρχει στην περιοχή «Φανάρι», έκτασης 5.500 στρεμμάτων, λειτουργεί ως καταφύγιο αποδημητικών πουλιών και άλλων θηραμάτων και είναι πλούσιος σε χλωρίδα και πανίδα. Ο υδροβιότοπος της Επανομής είναι ενταγμένος στο πρόγραμμα “Natura 2000” της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Επανομή είχε 4.210 κατοίκους το 1940, έγιναν 4.505 το 1951, ανέβηκαν στους 4.908 το 1991, ανήλθαν στους 6.885 το 2001 για να εκτιναχθούν στους 9.055 με την απογραφή του 2011.
Η Περαία:
Η ιστορία της περιοχής ξεκινάει το 1923 οπότε και εγκαταστάθηκαν 1.754 πρόσφυγες από τα παράλια της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης. Οι πρώτοι κάτοικοι που ήρθαν μετά από τη Μικρασιατική Καταστροφή, δημιούργησαν τρεις συνοικισμούς: την Αγία Τριάδα, τους Νέους Επιβάτες και την Περαία.
Η Περαία την εποχή που απελευθερώθηκε η Θεσσαλονίκη από τον Οθωμανικό ζυγό, ήταν στην ιδιοκτησία ενός Τούρκου Μπέη. Κοντά στην Περαία, και στην περιοχή που σήμερα βρίσκεται μεταξύ Περαίας και του αεροδρομίου Μακεδονίας, υπήρχε ο προϋφιστάμενος του 1923 οικισμός Λειβαδίκι. Μετά την άφιξη των οπροσφύγων, όπου αρχικά εγκαταστάθηκαν 204 οικογένειες (132 από τη Δυτική Μικρά Ασία και 72 από την Ανατολική Θράκη), συνολικά 740 άτομα. Μεταξύ των πρώτων κατοίκων της Περαίας αναφέρονται οι Κωνσταντίνος Μάρτης, Κυριακή (Κική) Μάρτη-Νοσοκόμα, Χοχλάκας Φώτιος, Καζάνας κ.α.
Η καταγωγή των προσφύγων από δύο διαφορετικές περιοχές, είχε σαν αποτέλεσμα να υπάρξουν διαφωνίες για το όνομα που θα δινόταν στον προσφυγικό συνοικισμό. Ο τότε Διευθυντής Εποικισμού Μακεδονίας πρότεινε την σημερινή ονομασία και μετά από μια κλήρωση των 3 προτεινόμενων ονομάτων, από την κληρωτίδα βγήκε το όνομα Περαία.
Το 1940 η Περαία είχε 1.092 κατοίκους, το 1951, μετά τον πόλεμο 1.136, οι οποίοι το 1981 ανέβηκαν στους 1.722, για να ανέλθουν το 2001 στους 13.321 ενώ με την απογραφή του 2011 καταγράφθηκαν 18.546 μόνιμοι κάτοικοι Περαίας.
Οι Νέοι Επιβάτες:
Βρίσκονται δυτικά της Περαίας και κατά μήκος της Παραλίας. Μέχρι και την Απελευθέρωση της Μακεδονίας το 1912, η περιοχή ήταν φέουδο ενός Τούρκου πασά και ονομαζόταν Μπαξέ Τσιφλίκ. Ο νέος οικισμός των Επιβατιανών προσφύγων δημιουργήθηκε στην περιοχή που βρισκόταν το θερινό σπίτι του πασά, στην ίδια τοποθεσία όπου είναι κτισμένος σήμερα ο ναός της Οσίας Παρασκευής της Επιβατινής, Πολιούχου της κωμοπόλεως.
Σ’ εκείνη την τοποθεσία, εγκαταστάθηκαν το 1923, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, 159 προσφυγικές οικογένειες (631 άτομα), όλες προερχόμενες από την κωμόπολη Επιβάτες, που ήταν προάστιο της Κωνσταντινούπολης και έδωσαν και το όνομα Νέοι Επιβάτες. Αν και δεν έπαψε ποτέ να είναι σε χρήση και η δεύτερη ονομασία Μπαξέ Τσιφλίκι, τόσο από τους Επιβατιανούς όσο και από τους παλιούς Θεσσαλονικείς.
Οι Νέοι Επιβάτες ήδη από το 1928 αποτελούσαν πόλο έλξης παραθέρισης των Θεσσαλονικέων. Σ’ αυτό βοηθούσε πάρα πολύ το ότι οι πρόσφυγες φρόντισαν να κάνουν αμέσως μετά την εγκαταστασή τους, έναν ξύλινο λιμένα, και η τακτική συγκοινωνία με καραβάκια (Από τους Ν. Επιβάτες κατά τον μεσοπόλεμο ξεκινούσαν καθημερινά 5 καράβια).
Η Αγία Τριάδα
Βρίσκεται 25 χιλιόμετρα ανατολικά της Θεσσαλονίκης, είναι δυτικά των Ν. Επιβατών και κατά μήκος της παραλίας. Η Αγία Τριάδα, μαζί με την Περαία και τους Ν. Επιβάτες, βρίσκονται στην πιο όμορφη ακτή του Θερμαϊκού κόλπου και αποτελούν από τα πιο γνωστά θέρετρα της Θεσσαλονίκης, ιδανικό μέρος για ήσυχες και χαλαρές διακοπές δίπλα στην θάλασσα.
Στο χώρο της Αγίας Τριάδας που επί τουρκοκρατίας ονομαζόταν “Λευκή Βρύση”, εγκαταστάθηκαν μετά τη Μικρασιατική καταστροφή 40 οικογένειες από το Ξάστερο και 45 οικογένειες από το Οικονομειό, που βρισκόταν πολύ κοντά στην κωμόπολη Επιβάτες της Κωνσταντινούπολης.
Στη δεκαετία 1960-1970 η Αγία Τριάδα φιλοξενούσε καθημερινά χιλιάδες επισκεπτών από τη Θεσσαλονίκη οι οποίοι έφταναν εδώ με τα καράβια «Λευκή», «Ελλάς», «Ευδοκία», «Ναυτίλος» από το Λευκό Πύργο. Τα ίδια καραβάκια, πηγαινοέρχονταν όλη τη μέρα, μεταφέροντας κόσμο, που αποβιβάζονταν επίσης στην Περαία, στους Ν.Επιβάτες (Μπαξέ Τσιφλίκ) και την Μηχανιώνα. Εκεί στα πεντακάθαρα νερά, κολυμπούσαν και μετά έτρωγαν δίπλα στην θάλασσα, στις ταβέρνες που μοσχοβολούσαν θαλασσινά.
Σύμφωνα με την απογραφή του 2001 η Αγία Τριάδα είχε 2.829 κατοίκους.
Η Νέα Μηχανιώνα
Ο οικισμός της Ν. Μηχανιώνας ιδρύθηκε το 1923 στα πλαίσια της ανταλλαγής πληθυσμών από πρόσφυγες προερχόμενους στην πλειοψηφία τους από την περιοχή του Κυζίκου στην Προποντίδα. Αυτή η πρώτη εγκατάσταση πραγματοποιήθηκε σε έκταση 450 περίπου στρεμμάτων. Το 1931 με τη διανομή γεωργικής γης ενσωματώθηκαν επιπλέον άλλα 50 στρέμματα στον οικισμό. Το 1948 εγκρίθηκε ρυμοτομικό σχέδιο σε έκταση 650 περίπου στρεμμάτων, ακολουθώντας σε γενικές γραμμές την ήδη διαμορφωμένη κατάσταση της δομημένης περιοχής και επεκτάθηκε στα ήδη διανεμημένα αγροτεμάχια.
H περιοχή της Μηχανιώνας, μέχρι και το 1926 υπαγότανε διοικητικά στην Κοινότητα της Επανομής. Στη συνέχεια αποτέλεσε ξεχωριστή κοινότητα η οποία συμπεριλάμβανε και τους οικισμούς της Ν. Κερασιάς και Αγγελοχωρίου. Αρχικά λοιπόν τα όρια της Κοινότητας Ν. Μηχανιώνας ταυτιζότανε με τα όρια του «Καποδιστριακού» Δήμου της Μηχανιώνας. Στη συνέχεια οι οικισμοί του Αγγελοχωρίου και της Ν. Κερασιάς αποτέλεσαν ξεχωριστές διοικητικές ενότητες (κοινότητες). Από 1 Ιανουαρίου 1994 η Κοινότητα της Ν. Μηχανιώνας μετατράπηκε σε Δήμο καθώς ξεπέρασε τους 5000 κατοίκους. Από 1 Ιανουαρίου 1995 υπήρξε εθελούσια συνένωση μεταξύ του Δήμου Μηχανιώνας και της Κοινότητας της Κερασιάς. Με τον Ν. 2539/97 συστάθηκε ο νέος Δήμος Μηχανιώνας, στον οποίο συνενώθηκαν ο πρώην Δήμος Ν. Μηχανιώνας (ο οποίος συμπεριλάμβανε ήδη και την Κερασιά) και η Κοινότητα Αγγελοχωρίου. Σήμερα, μετά τον «Καλλικράτη», μετέχουν στον ενιαίο δήμο Θερμαϊκού.
Το 1940 η Νέα Μηχανιώνα είχε 2.283 κατοίκους, το 1951 μετά τον πόλεμο 2.662 κατοίκους, οι οποίοι το 1981 έγιναν 4.020, για να ανεβούν στους 5.678 κατοίκους το 1991, να εκτοξευτούν το 2001 στους 7.155 και να φτάσουν σήμερα, με την απογραφή του 2011 στους 8.775 κατοίκους.
Η ευρύτερη περιοχή κατοικείται τουλάχιστον από τα προϊστορικά χρόνια, γεγονός που μαρτυρεί μια σειρά από «τούμπες» που υψώνονται από το Μεγάλο Έμβολο ως την Καλλικράτεια. Από τις τούμπες αυτές, εντός των διοικητικών ορίων του Δήμου Μηχανιώνας, περιλαμβάνεται η τούμπα της Τάμπιας που ορθώνεται στην απόκρημνη ακτή πάνω από τον υδροβιότοπο της Αλυκής. Η θέση της ταυτίζεται με τη θέση της πόλης «Αίνεια», η οποία υπήρξε σημαντική πόλη κατά τους ιστορικούς χρόνους.
Η αρχαία Αίνεια
Σύμφωνα με τη μυθολογία, ιδρύθηκε από φυγάδες Τρώες που έφτασαν στην περιοχή καθοδηγούμενοι από τον Αινεία. Τον 6ο και 5ο αιώνα π.χ. έκοψε αργυρά νομίσματα (από τα παλιότερα και πιο σπουδαία του Μακεδονικού χώρου) ακολουθώντας τον Ευβοϊκό κανόνα, ενώ ανήκε στην Αθηναϊκή Συμμαχία. Κάτοικοι της Αίνειας συμμετείχαν στην ίδρυση της Θεσσαλονίκης και η πόλη συνέχισε για ενάμιση ακόμα αιώνα την ακμάζουσα πορεία της.
Οι αρχαιολογικές ενδείξεις μαρτυρούν τη συνέχιση της οίκησης στην ευρύτερη περιοχή κατά τη ρωμαϊκή, παλαιοχριστιανική και πρώιμη βυζαντινή εποχή. Στην κυρίως βυζαντινή εποχή η περιοχή του Μεγάλου Εμβόλου υπάγεται στο «Κατεπανίκον» της Καλαμαριάς και κυριότερο οικισμό της εποχής αποτελεί η Επανομή. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, εντοπίζονται οι σημερινοί οικισμοί της Ν. Κερασιάς και του Αγγελοχωρίου, οι οποίοι ανήκαν στην κατηγορία των τιμαριώτικων οικισμών
Η Νέα Κερασιά
Ιδρύθηκε επίσης στα πλαίσια της ανταλλαγής των πληθυσμών το 1923, με πρόσφυγες που ήλθαν κυρίως από την Κερασιά της Ανατολικής Θράκης, με αποτέλεσμα το 1928 στην απογραφή να καταγραφούν 263 κάτοικοι. Ο οικισμός που δημιουργήθηκε ονομάστηκε αρχικά Καραμπουρνού, μετονομάστηκε το 1926 σε Μεγάλο Έμβολο και από το 1979 πήρε το όνομα Νέα Κερασιά. Η ρυμοτομική οργάνωση του οικισμού είχε διαμορφωθεί ήδη με την αρχική εγκατάσταση, παρόλο που το σχέδιο της διανομής κυρώθηκε το 1967, οπότε και δόθηκαν τίτλοι στους δικαιούχους. Το 1986 καθορίστηκε διευρυμένο όριο οικισμού, στο σχήμα του οποίου γίνεται φανερή η επίδραση της άναρχης δόμησης στην περιοχή. Η Ν. Κερασιά το 1995 ενοποιήθηκε με τη Ν. Μηχανιώνα και αποτέλεσαν έναν δήμο, για να ενταχθούν στη συνέχεια από 1-1-2011 στον ενιαίο «Καλλικρατικό» δήμο Θερμαϊκού. Με βάση την απογραφή του 2001 είχε 1.105 κατοίκους οι οποίοι με την απογραφή του 2011 έγιναν 1948 κάτοικοι.
Το Αγγελοχώρι,
Δημιουργήθηκε και αυτό κατά την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923, αλλά οι περισσότερες από τις 740 οικογένειες του αρχικού οικισμού διασκορπίστηκαν σε άλλους οικισμούς του Νομού Θεσσαλονίκης, αλλά και των Νομών Καβάλας, Ημαθίας και Χαλκιδικής. Το Αγγελοχώρι αρχικά ανήκε διοικητικά στην Κοινότητα της Επανομής από το 1918 έως το 1926 όταν αποσπάστηκε μαζί με τη Ν. Μηχανιώνα και τη Ν. Κερασιά και αποτέλεσαν την Κοινότητα της Ν. Μηχανιώνας (ΠΔ. 16.6.26, ΦΕΚ Α΄217/1926). Στη συνέχεια το 1951 το Αγγελοχώρι αποτέλεσε ξεχωριστή κοινότητα, ενώ με το νόμο 2539/97 για τη συγκρότηση της πρωτοβάθμιας τοπικής αυτοδιοίκησης, ιδρύθηκε ο νέος Δήμος Μηχανιώνας με έδρα τη Ν. Μηχανιώνα και υπαγωγή σε αυτόν των τριών οικισμών της Ν. Μηχανιώνας, της Ν. Κερασιάς και του Αγγελοχωρίου, καθώς και των περιοχών τους. Στα πλαίσια της ανταλλαγής πληθυσμών του 1923, εγκαταστάθηκαν στο Αγγελοχώρι 75 οικογένειες από τον ομώνυμο οικισμό στον Ελλήσποντο και 8 οικογένειες από διάφορα μέρη της Μικράς Ασίας. Με την απογραφή του 2011 το Αγγελοχώρι είχε 1.178 κατοίκους
Το Μεσημέρι
Τα αρχαιολογικά ευρήματα που εντοπίστηκαν στο Μεσημέρι, κυρίως οι τρεις Μακεδονικοί τάφοι, αλλά και τα ερείπια βασιλικής που βρέθηκαν στην τούμπα του Αγίου Κωνσταντίνου και που χρονολογούνται στην Εποχή του Σιδήρου, καθώς και στην τούμπα Κοτζιά, στα βόρεια όρια του σύγχρονου οικισμού του Μεσημερίου, μαρτυρούν την μακραίωνη ιστορία της περιοχής.
Σύμφωνα με τους ερευνητές Γραμμένο και Heurtley, η πρώτη εγκατάσταση ανθρώπων στην περιοχή έγινε στην όψιμη νεολιθική εποχή. Ο πρώτος οικισμός αριθμούσε 12 σπίτια. Ως την πρώϊμη εποχή του χαλκού, καταστράφηκε και ξαναχτίστηκε άλλες 5 φορές. Ο οικισμός αυτός, κατά τους ερευνητές Ασλάνη και Καστανά, θεωρείται ο παλαιότερος στη Μακεδονία.
Στα βυζαντινά χρόνια το Μεσημέρι υπάγονταν γεωγραφικά και διοικητικά στο Καπετανίκιον της Καλαμαρίας, που είναι η περιοχή από Καραμπουρνάκι-Χορτιάτη-Αγ.Πρόδρομο-Αγ.Μάμα-Ισθμό Κασσάνδρας-Θερμαϊκό-Καραμπουρνάκι.
Σύμφωνα με πληροφορίες περιηγητών του 19ου και 20ου αιώνα, το Μεσημέρι ήταν μεικτός οικισμός χριστιανών και μουσουλμάνων, ενώ υπήρχε τζαμί. (Αικατερίνη Κούσουλα στο «Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη 12, 1998», Θεσσαλονίκη 2000.
Στην επανάσταση του 1821 υπό τον Εμμανουήλ Παπά, έλαβαν μέρος το Μάϊο του 1821 η Επανομή με το Μεσημέρι, με αρχηγό τον Κωνσταντίνο Δουμπιώτη.
Από το 1918, το Μεσημέρι ήταν συνοικισμός της Επανομής. Ο πληθυσμός του Μεσημερίου, αυξήθηκε σημαντικά μετά το 1922, όταν εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από τον Πόντο και την Ανατολική Ρωμυλία.
Το Μεσημέρι, αποσπάστηκε από την κοινότητα Επανομής και έγινε ανεξάρτητη κοινότητα το 1946 με έκταση 11.913 στρέμματα (Εφημερίδα της Κυβερνήσεως Α, 217/1946, Β.Δ. 4-5-1946. Εκείνη την εποχή, είχε 551 κατοίκους. Ανεξάρτητη κοινότητα παρέμεινε μέχρι το 1998, οπότε με τον «Καποδίστρια» εντάχθηκε στο δήμο Επανομής. Σήμερα, μετά τον «Καλλικράτη», το Μεσημέρι ανήκει στο δήμο Θερμαϊκού.Με την απογραφή του 2011 το Μεσημέρι είχε 1.831 κατοίκους.