του Σπύρου Κουζινόπουλου
Θα θυμούνται όλοι την τακτική που κράτησε στην προηγούμενη εκλογική αναμέτρηση του 2010 ο τότε και σήμερα υποψήφιος δήμαρχος κ.Γιάννης Μαυρομάτης, επιχειρώντας δικαστικά να ανατρέψει το αποτέλεσμα που έβγαλαν οι κάλπες με αστεία στην κυριολεξία επιχειρήματα, δείγμα του πως αντιλαμβάνεται τις αρχές της δημοκρατίας και του σεβασμού στη λαϊκή ετυμηγορία.
Είχαν κάνει τότε αίσθηση στο πανελλήνιο οι προσπάθειες του πρώην δημάρχου Μηχανιώνας να ακυρώσει τις προηγούμενες δημοτικές εκλογές στο δήμο Θερμαϊκού, καταθέτοντας αίτηση στο Πρωτοδικείο, στην οποία υποστήριζε σοβαρά-σοβαρά ότι τα ψηφοδέλτια που χρησιμοποίησαν οι αντίπαλοί του ήταν…. «ολίγον βαριά» και «ολίγον λευκά»!! Μάλιστα, όπως ανέφερε τότε στην αίτησή του ο κ.Μαυρομάτης, υποψήφιοι του αντίπαλου προς αυτόν συνδυασμού, φώναζαν τάχα προς τους ψηφοφόρους, έξω από τα εκλογικά τμήματα: «Τα βαριά ρίξτε στην κάλπη, τα βαριά ψηφοδέλτια»!!
Από την απόφαση του Τριμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης επί της ένστασης που είχε υποβάλει κατά του κύρους των εκλογών του Νοεμβρίου 2010 στο Δήμο Θερμαϊκού ο ηττημένος εκείνων των εκλογών, Γιάννης Μαυρομάτης, είχαν προκύψει τότε τα ακόλουθα:
Από το δημοσιογραφικό χαρτί που χρησιμοποιήθηκε από τον τυπογράφο ο οποίος τύπωσε τα ψηφοδέλτια του συνδυασμού του δημάρχου Θερμαϊκού κ. Γιάννη Αλεξανδρή, έτυχε σε μία παρτίδα χαρτιού να είναι τα ψηφοδέλτια ελαφρώς βαρύτερα κατά ελάχιστα γραμμάρια (για την ακρίβεια 1,8 γραμμάρια το κάθε ψηφοδέλτιο, ούτε καν 2 γραμμάρια) γεγονός που θεωρήθηκε ως «παραβίαση της μυστικότητας της ψηφοφορίας» από τον κ. Μαυρομάτη. Επίσης η παράταξη Μαυρομάτη ισχυρίζονταν στην ένστασή της ότι το ίδιο δημοσιογραφικό χαρτί, δεν ήταν κατάλευκο, αλλά είχε μία… απόχρωση του λευκού.
Όπως όμως υπογραμμίζονταν στην με αριθμό 266 του 2011 απόφαση του τριμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, πουθενά στο νόμο περί διενέργειας των εκλογών, αλλά επίσης ούτε στις υπουργικές αποφάσεις 45722/10-8-2010 και 41901/23-7-2010 του υπουργού Εσωτερικών δεν υπάρχει αναφορά στο βάρος των ψηφοδελτίων, παρά μόνο στις διαστάσεις των λευκών ψηφοδελτίων. Σημειώνοντας παράλληλα για τα 2.477 ψηφοδέλτια, για τα οποία έγινε η ένσταση Μαυρομάτη τα ακόλουθα:
«……. (Τα ψηφοδέλτια αυτά) δεν εμφανίζουν εμφανή διαφοροποίηση ως προς το βάρος τους από τα άλλα ψηφοδέλτια του ιδίου συνδυασμού και του συνδυασμού του ενιστάμενου που χρησιμοποιήθηκαν κατά την επαναληπτική εκλογή της 14-11-2010, καθόσον είναι μεν ελαφρώς παχύτερα από αυτά, τούτο όμως οφείλεται στο πάχος του δημοσιογραφικού χαρτιού που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή τους. Η διαφοροποίηση δε αυτή, δεν είναι ευχερώς αντιληπτή, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, από τον μέσο ψηφοφόρο, τόσο κατά τη θεώρηση όσο και κατά τη χρησιμοποίησή τους και την τοποθέτησή τους στον εκλογικό φάκελο, ούτε συνιστά η διαφοροποίηση αυτή κατά την κρίση του δικαστηρίου, εμφανή απόκλιση ως προς το βάρος (πάχος) των άλλων ψηφοδελτίων, ώστε να τα καθιστά άκυρα».
Συνεχίζοντας η δικαστική απόφαση, αναφέρεται και στις κωμικές και αίολες απόψεις που είχε διατυπώσει η πλευρά Μαυρομάτη για να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς της περί επηρεασμού των ψηφοφόρων από τα… «παχουλά» ψηφοδέλτια. Σημειώνει επ αυτών το τριμελές πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης:
«Άλλωστε, μόνη η διαφοροποίηση αυτή, ενόψει της φύσης της, δεν μπορεί να αποτελέσει μέσο για την αλλοίωση της βούλησης των εκλογέων και νόθευση του εκλογικού αποτελέσματος, δεδομένου και του ότι ο ενιστάμενος δεν προβάλλει με την ένστασή του συγκεκριμένα περιστατικά επηρεασμού ψηφοφόρων, τα οποία έλαβαν χώρα στα παραπάνω εκλογικά τμήματα. Χωρίς να αρκεί προς τούτο η απλή αναφορά στην ένσταση ότι υποψήφιοι του επιτυχόντος συνδυασμού, φώναζαν σε ψηφοφόρους: «Το χοντρό βάλτε, το χοντρό». Επίσης, από την εν λόγω διαφοροποίηση δεν παραβιάζεται η μυστικότητα της ψηφοφορίας, αφού κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, ενόψει και του μεγάλου αριθμού των επίμαχων ψηφοδελτίων, δεν μπορεί να αποτελέσει διακριτικό γνώρισμα, το οποίο να προσδιορίζει κατά τρόπο εμφανή και αναμφίβολο την ατομικότητα καθενός ψηφοδελτίου και να καθιστά γνωστή την προέλευση της προτίμησης του ψηφοφόρου».
Με τον ίδιο χαρακτηρισμό ως αβάσιμο και αλυσιτελή, το δικαστήριο απορρίπτει και τον ισχυρισμό του ηττημένου των εκλογών περί «λίγο λευκών» ψηφοδελτίων. Καθώς, όπως υπογραμμίζει:
«…Για να θεωρηθεί ένα ψηφοδέλτιο άκυρο λόγω του χρώματος του χαρτιού που έχει τυπωθεί, πρέπει το χρώμα του να είναι εμφανώς διαφορετικό από το νόμιμο και δεν αρκεί να είναι τυπωμένο σερ χαρτί διαφορετικής απλώς απόχρωσης του λευκού. Κατά τον έλεγχο των ψηφοδελτίων αυτών και στα 12 εκλογικά τμήματα που αναφέρονται στην ένσταση, διαπιστώθηκε ότι δεν υφίσταται καμιά χρωματική διαφοροποίηση μεταξύ τους, δεδομένου ότι το χρώμα του χαρτιού στο οποίο έχουν τυπωθεί τα εν λόγω ψηφοδέλτια, είναι λευκό και όχι «κιτρινωπό»(ωχρό), όπως ισχυρίζεται ο ενιστάμενος. Η ελαφρά δε διαφοροποίηση της απόχρωσης του λευκού των ως άνω ψηφοδελτίων προς το βαθύτερο ή το ανοιχτότερο, οφείλεται στην κατασκευή του δημοσιογραφικού χαρτιού που χρησιμοποιήθηκε για τα ψηφοδέλτια αυτά. Και ως εκ τούτου, δεν δημιουργεί ακυρότητα των εν λόγω ψηφοδελτίων, τα οποία θεωρούνται κατά κοινή πείρα, ως λευκά».
Πρόεδρος του δικαστηρίου, ήταν ο πρόεδρος Πρωτοδικών κ.Βλαδίμηρος Μωϋσίδης και μέλη του οι Πρωτοδίκες κ. Ελένη Σταυροπούλου και Θεοφανώ Ταραβίρα.