του Δημήτρη Μάρδα
Καθηγητή Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ
Σημειώναμε τότε, ότι υπήρχαν και άλλες λύσεις με μια πιο ευρωπαϊκή διάσταση, που βασίζονταν στη συλλογική ευθύνη που έχει επιβληθεί στην ΕΕ, λόγω της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής που προωθείται από τη «Συνθήκη του Μάαστριχτ», τα Σύμφωνα Σταθερότητας του 1996 και 2005, τα έξι νομοθετήματα της ΕΕ του 2011 περί «υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών και ελλειμμάτων» κ.ά.
Έχοντας υπόψη τους περιορισμούς στις εθνικές πολιτικές που εισήγαγαν όλα τα ανωτέρω, και ενόψει της εκκολαπτόμενης Τραπεζικής Ένωσης, η ερώτηση που εύλογα προέκυπτε στο πλαίσιο της προαναφερθείσας συλλογικής ευθύνης ήταν η εξής: Γιατί να μη διαχέονται οι επιπτώσεις της κρίσης, που αντιμετωπίζει μια περιοχή της Ένωσης, σε όλα τα μέλη της και γιατί να περιορίζονται μόνο στο όποιο «κακό» κράτος-μέλος της;
Στο πλαίσιο μιας ευρωπαϊκής προσέγγισης λοιπόν, η νέα ρύθμιση, που προτείναμε τότε θα μπορούσε να προκαλέσει έναν π.χ. από κοινού φόρο σε όλες τις καταθέσεις των κρατών-μελών.
Το σκεπτικό αυτό κινούταν στην ίδια λογική του φόρου Tobin, ενός φόρου που θα αφορούσε –αν εφαρμοζόταν– στις παγκόσμιες χρηματιστηριακές συναλλαγές. Τα έσοδα από τις εν λόγω συναλλαγές, θα κάλυπταν βασικές ανάγκες των φτωχών χωρών. Κατά την εξεταζόμενη πρόταση, οι επιπτώσεις της φτώχειας (τοπικό φαινόμενο) θα διαχέονταν λοιπόν σε όλο την πλανήτη.
Θα μπορούσε λοιπόν να δημιουργηθεί ένα Ταμείο, που θα συγκέντρωνε τους Ευρωπαϊκούς φόρους Tobin (φόρους επί όλων των καταθέσεων στην ΕΕ ή στην Ευρωζώνη μόνο), οι οποίοι ακολούθως θα κατευθύνονταν στις προβληματικές τράπεζες των κρατών-μελών σε κρίση.
Το τρίπτυχο της εγγύησης των καταθέσεων, ενός ταμείου εκκαθάρισης των προς πτώχευση τραπεζών, και της ύπαρξης μιας κεντρικής εποπτικής αρχής των τραπεζών, συζητήθηκε καταρχάς στη συνάντηση των αρχηγών των κρατών-μελών της 19-20 Δεκεμβρίου 2013. Κατόπιν, άρχισε να συζητείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (ΕΚ) και το Συμβούλιο.
Στη διάρκεια των συνομιλιών αυτών, η διαπραγματευτική ομάδα του Κοινοβουλίου της οποίας ηγήθηκε η E. Ferreira, επέτυχε στα τέλη του Μαρτίου 2014, μια συμφωνία με τους υπουργούς Οικονομικών, όσον αφορά στους κανόνες για την ίδρυση ενός Ταμείου Εξυγίανσης στην ΕΕ ύψους 55 δισ. Ευρώ.
Με τους προτεινόμενους κανόνες, θα παρεμβαίνει το Ταμείο Εξυγίανσης, υπέρ μιας προς πτώχευση τράπεζας, αφού διασφαλισθεί ότι οι κύριοι δικαιούχοι μιας τράπεζας (μέτοχοι και ομολογιούχοι) θα είναι οι πρώτοι που θα υποστούν τις απώλειες. Το Ταμείο αυτό αποτελεί λοιπόν έκφραση, της συλλογικής ευθύνης στην οποία αναφερθήκαμε μια χρονιά σχεδόν πριν. Τα χρήματα του Ταμείου θα προέρχονται από όλες τις τράπεζες των κρατών της Ευρωζώνης.
Αναλυτικότερα, οι χώρες που συμμετέχουν στην τραπεζική ένωση θα μοιραστούν το κεφάλαιο του Ταμείου Εξυγίανσης των τραπεζών ύψους 55 δισ. ευρώ, το οποίο θα πρέπει να δημιουργηθεί σταδιακά σε διάρκεια άνω των 8 ετών (!!!). Οι χώρες εκτός τραπεζικής ένωσης θα πρέπει να δημιουργήσουν ένα δικό τους ταμείο ύψους έως 1% των καλυπτόμενων καταθέσεων, μέσα σε 10 χρόνια!.
Το ποσό βέβαια αυτό είναι ιδιαίτερα πενιχρό αν λάβουμε υπόψη ότι οι πρόσφατες ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών στην ΕΕ στοίχισαν 1,6 τρις ευρώ. Έτσι, τα εν λόγω 55 δις ευρώ, δεν απομακρύνουν το φόβο της απογύμνωσης από κεφάλαια μιας χώρας, οι τράπεζές της οποίας αντιμετωπίζουν τον εφιάλτη της πτώχευσης. Είναι βέβαια μια καλή αρχή υπέρ της συλλογικής ευθύνης, αλλά μακράν του στόχου που θα εισήγαγε ένας τολμηρός φόρος Tobin σε όλες τις καταθέσεις όλων των κρατών-μελών της ΕΕ άμεσα και όχι μετά από χρόνια!.
Συμφωνήθηκε λοιπόν κάτι όμοιο με ό,τι προτείναμε παλαιότερα. Έτσι, κατά τη διάρκεια της τελευταίας συνεδρίασης της Ολομέλειας του ΕΚ, οι ευρωβουλευτές ενέκριναν με ψήφους 570 υπέρ, 88 κατά και 13 αποχές, τις ρυθμίσεις με τη βοήθεια των οποίων θα αρχίσει να κτίζεται η Τραπεζική Ένωση.