efimeridesΠαρά το γεγονός ότι ο Κυριακάτικος Τύπος βρίσκεται περίπου στο ήμισυ των πωλήσεων της “χρυσής περιόδου” που κάποτε διένυσε, είναι γεγονός πως πολλές εφημερίδες ανακτούν και πάλι, “χαμένους” αναγνώστες. Η στροφή σε ποιοτικές προσφορές βιβλίων ίσως, είναι το κλειδί της μικρής ανάκαμψης, όπως σημειώνει, ιδιοκτήτης συνοικιακού περιπτέρου. Η σκέψη αυτή με πάει λίγο παραπέρα… Μήπως, παράλληλα με τις σελίδες, ξετυλίγεται, και ένας κόσμος από επίκαιρα ή συμβολικά μηνύματα και περασμένες αξίες, που το αναγνωστικό κοινό έχει περισσότερο από ποτέ, την ανάγκη, να βάλει στη ζωή του;

Με αφορμή συνήθως, την συμπλήρωση συγκεκριμένων χρόνων από τον θάνατο ή την γέννηση λογοτεχνών, οι πάγκοι των περιπτέρων γεμίζουν από εφημερίδες του Σαββατοκύριακου που φιλοξενούν σπουδαία λογοτεχνικά είδη και ποιητικές συλλογές. Το “χαμηλό κόστος” θα μπορούσε να αποτελεί τον βασικό παράγοντα της συγκρατημένης αύξησης των φύλλων. Μήπως, όμως, η συνήθεια να τρέχουμε κάθε Κυριακή στο περίπτερο για να μη χάσουμε κάποιον τόμο, συνοδεύεται από μία έντονη τάση να επιστρέψουν ξανά, στη ζωή μας κάποια πρότυπα; Και μαζί με αυτά, και όλοι εκείνοι οι συγγραφείς που στιγμάτισαν, με το έργο τους, αιώνες ολόκληρους, πρεσβεύοντας ιδανικά και αξίες;

Οι δημιουργοί, που διακρίνονται περισσότερο στην καρδιά του ελληνικού κοινού, σύμφωνα με τους περιπτεράδες που έχουν μάθει πλέον, να “διαβάζουν” τις προτιμήσεις του κοινού, είναι η “Διδώ Σωτηρίου, Νίκος Καζαντζάκης, Γρηγόριος Ξενόπουλος, Οδυσσέας Ελύτης, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης” . Άραγε, οι λόγοι που το κοινό βυθίζεται σήμερα, στην ανάγνωση διηγημάτων, οφείλεται στην ιδιοσυγκρασία των δημιουργών, η οποία απορρέει από την ίδια την μυθοπλασία; Με δεδομένη αυτή την τάση, συγκεντρώσαμε κάποιους ενδιαφέροντες χαρακτηρισμούς που έχουν συνοδεύσει κατά καιρούς, την ταυτότητα ορισμένων από τις παραπάνω προσωπικότητες.

“Ένας μποέμ κοσμοκαλόγερος”

Ο κόσμος ίσως, έχει ανάγκη να διαβάζει λίγες γραμμές, προσαρμοσμένες στη σεμνότητα. 

Ο λόγος φυσικά, για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, ο οποίος έχει μείνει γνωστός και ως “Άγιος των ελληνικών γραμμάτων”, αλλά και ως “άνθρωπος των καπηλειών και των τρωγλών”. Ο λογοτέχνης  Δημήτριος Χατζόπουλος τον παρομοιάζει συχνά, με τον φιλόσοφο Μένιππο, τον πνευματώδη Λουκιανό, τον παρατηρητικό Ντίκενς, τον ψυχολόγο Τουργκένιεφ. Ο ίδιος όταν το μάθει, θα πει: «Δεν μοιάζω με κανέναν,είμαι ο εαυτός μου».

Από την χαρακτηριστικότερη περιγραφή, ενός σπουδαίου ποιητή του νεοελληνικού λυρισμού, του Μιλτιάδη Μαλακάση, ο Παπαδιαμάντης ήταν “μια σιλουέτα με ακατάστατα γενάκια, απεριποίητη περιβολή, λασπωμένα ή κατασκονισμένα υποδήματα,ξεθωριασμένο ημίψηλο,με μια παπαδίστικη κάννα με ασημένια λαβή, μαύρο κορδόνι γύρω από μια ασιδέρωτη λουρίδα,ένα είδος κολάρου,συγκρατώντας με τα χέρια του ένα πανωφόρι που του έπεφτε λίγο μεγάλο”.

 

Ορισμένα έργα που ξεχώρισαν είναι “η Φόνισσα”, “Τα ρόδινα ακρογιάλια”, “η γυφτοπούλα”. Από τα ανέμελα παιδικά χρόνια στη “φυσική του καλλονή”, τη Σκιάθο, που τα ανακαλεί πολλές φορές, νοσταλγικά στα κείμενά του, μεταφέρεται σε μία Αθήνα που δεν του ταιριάζει. Μόνος, απένταρος, πιστός στην τέχνη, αδιάφορος για τα υλικά αγαθά και την κοινωνική ένταξη, μοίρασε τη ζωή του ανάμεσα στα καπηλειά και τις εκκλησίες, σχεδόν ρακένδυτος. Στέκι του, το πιο φτηνό από τα δύο καφενεία της Δεξαμενής Κολωνακίου, όπου ο καφές είχε μια δεκάρα. Κυρίαρχα στοιχεία στα έργα του; Η ευγένεια ψυχής, οι ηθικές αξίες, το νοσταλγικό πνεύμα. Σε πειραχτική ερώτηση που του έγινε, ο ίδιος απαντά: “Δεν έχω έρωτες, οι ήρωες μου έχουν”.

Να πού βρίσκεται η αληθινή μαγεία του Παπαδιαμάντη. Δε ζητά να τεντώσει τα νεύρα μας, να σείσει πύργους και να επικαλεστεί τέρατα. Οι νύχτες του, ελαφρές σαν το γιασεμί, ακόμη κι όταν περιέχουν τρικυμίες πέφτουν επάνω στην ψυχή μας σαν μεγάλες πεταλούδες που αλλάζουν ολοένα θέση, αφήνοντας μια στιγμή να δούμε στα διάκενα τη χρυσή παραλία όπου θα μπορούσαμε να’ χαμε περπατήσει χωρίς βάρος, χωρίς αμαρτία”. Απόσπασμα από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη, “Η Μαγεία του Παπαδιαμάντη”

“Ρηξικέλευθο, φιλοπρόοδο πνεύμα”

Επιστροφή σε προβληματισμούς γύρω από τη ζωή, μέσα από την κοσμοθεωρία ενός “μυθιστοριογράφου, φιλοσόφου, δημοσιογράφου, ποιητή και θεατρικού συγγραφέα”. 

Το Καζαντζακικό έργο δεν είναι πάντα εύκολο στην κατανόηση, είναι πολλές φορές, σκοτεινό και δυσνόητο. “Ο καπετάν Μιχάλης”, “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται”, “Ο Τελευταίος Πειρασμός”, “Ο Βραχόκηπος” είναι μερικά από τα έργα που διακρίθηκαν. Ο Νίκος Καζαντζάκης, ακολουθώντας το Σοπενχάουερ αναφέρει ότι ο κόσμος είναι μια παράσταση που δίνουν οι πέντε αισθήσεις του σώματος μας. Η ίδια η ζωή είναι “μιας ζυγαριάς παιχνίδι” και “μετώρισμα του παιχνιδιάρη νου”.

Πάντα επίκαιρος, ο “Ιδεολόγος της Ελευθερίας” και “Ταξιδιώτης του Πνεύματος”, Νίκος Καζαντζάκης ενσαρκώνει πρωτίστως, την ελευθερία, την αγάπη, δίνοντας μέσα από τα έργα του, προτεραιότητα σε αντιθέσεις, ανθρωπιστικές αξίες και άλλους πολιτισμούς. Ο Καζαντζάκης αποκαλείται συχνά, “πολίτης του κόσμου”. Έψαχνε, αναζητούσε, δεν ησύχαζε ποτέ. Σε όποιο μέρος και αν ταξίδευε, λέγεται πως κρατούσε πάντα μια χούφτα χώμα από τη γη που τον γέννησε. “Όπου κι αν πάω, κρατώ πάντα ανάμεσα στα δόντια μου σα φύλλο δάφνης την Ελλάδα”, έλεγε με με υπερπατριωτικό πνεύμα και υπερηφάνεια.

 

Στον “Βραχόκηπο”, γράφει: “Ποιος είναι ο δρόμος για την εκπλήρωση του δικού μου του νόμου; Να διαταράξω την τάξη, να συντρίψω το πρωτόκολλο, να ξεστρατίσω από τους προγόνους. Να αλητεύσω στ’ απαγορευμένα, στις αγέρωχες κι επικίντυνες περιοχές του αβέβαιου. Να δέχουμαι ατάραχος ακόμη περισσότερο: σαν ευλογία την κατάρα του πατέρα και της μάνας. Να έχω το θάρρος να είμαι μόνος”…

Κατηγορήθηκε ως ιερόσυλος, με βάση αποσπάσματα του “Καπετάν Μιχάλη” και ολόκληρου του “Τελευταίου Πειρασμού” (1953), που ακόμη δεν είχε κυκλοφορήσει στην Ελλάδα. Σε επιστολή του, προς τους εκπροσώπους της εκκλησίας, γράφει, “Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να’ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο η δική μου και να’ στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ”. Λόγω των αντιρρήσεων του Οικουμενικού Πατριάρχη, Αθηναγόρα, δεν αφορίστηκε. Ωστόσο, η Ιεραρχία της Εκκλησίας τον καταράστηκε.

“Ο άνθρωπος- ορχήστρα”

Μέσα από τις σελίδες των έργων του, ζωντανεύει κυρίως, το αντρικό πρότυπο και η διεκδίκηση. 

Ιδιαίτερα παραγωγικός, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος έμεινε γνωστός για την αμεσότητα και τη ζωντάνια της γραφής του. Ο “Κόκκινος Βράχος”, η “Αναδυόμενη”,  οι“Μυστικοί Αρραβώνες”, η “Ισαβέλλα” είναι μόνο μερικά από τα μυθιστορήματά του που ξεχώρισαν. Χαρακτηρίστηκε “πρωτοπόρος”, καθώς έκανε ετερόκλητες συγγραφικές επιλογές.

Τα βιβλία του αναφέρονται πολλές φορές, σε ιδανικούς έρωτες και πλατωνικές αγάπες, με βασικό στοιχείο την αντρική διεκδίκηση. Ο “θεμελιωτής του σύγχρονου ελληνικού μυθιστορήματος”, περιγράφει την εποχή του, δίνοντας προτεραιότητα στη μέση αστική τάξη, χωρίς όμως να παραλείψει να φωτίσει και τις όψεις της ελληνικής επαρχίας και κυρίως, της πατρίδας του, Ζακύνθου. Αναφερόμενος σε θέματα κοινωνικά, εστιάζει την οπτική του στα ανθρώπινα ελαττώματα, αλλά και τους ταξικούς διαχωρισμούς που έφερναν τόση δυστυχία στους ανθρώπους.

 

Ο συγγραφέας των “Μυστικών Αρραβώνων” αποκαλύπτει μετά από καιρό, πως το μυθιστόρημα είναι αυτοβιογραφικό και πως η ηρωίδα, Θάλεια, είναι η γνωστή ποιήτρια “Μυρτιώτισσα”, που το πραγματικό της όνομα είναι Θεώνη Δρακοπούλου. Το βιβλίο αποτελεί την ωραιότερη ερωτική επιστολογραφία που γράφτηκε ποτέ. Με απλή πένα, καταφέρνει να περάσει μηνύματα της εποχής του με έναν πολύ εύστοχο τρόπο. Όπως ο ίδιος επισημαίνει, τα έργα του ήθελε να διαβάζονται από όλες τις ηλικίες, τονίζοντας την πολυετή του ενασχόληση με τη νεανική λογοτεχνία και τη διαμόρφωση της παιδικής ψυχής.

Σήμερα, ίσως χρειάζεται ένας ολικός επαναπροσδιορισμός αξιών και ιδανικών. Εν μέρει, ο στόχος μπορεί να επιτυγχάνεται, μέσω της ανάγνωσης, μιας και αποτελεί συχνό φαινόμενο, ο κόσμος να καταφεύγει σε περιόδους κρίσης στοβιβλίο. Το “Όνειρο εις το κύμα” μπορεί και ταξιδεύει ακόμη, τον αναγνώστη σε εποχές αθωότητας, τα “Ματωμένα Χώματα” υμνούν το ηρωικό ιδεώδες και την αυτοθυσία, στα χρόνια της Μικρασιατικής Καταστροφής, ο “Βραχόκηπος” παραδίδει μαθήματα αυτογνωσίας μέσα από ένα οδοιπορικό σε Ιαπωνία και Κίνα. Ίσως, χρειαζόμαστε λοιπόν, και από έναν αλληγορικό μύθο στη ζωή μας σήμερα, που μπορεί να βρίσκεται κρυμμένος μέσα σε μία Κυριακάτικη εφημερίδα.